παραναγνωστικός

παραναγνωστικός
-όν, Μ [παραναγιγνώσκω]
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ παραναγνωστικός
αναγνώστης σε μοναστήρι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραναγνωστικόν
πιθ. ποιμαντορική επιστολή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”